- εἱρκτοφύλαξ
- εἱρκτο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,A gaoler, Ph.1.289, 2.53, J.AJ17.7.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειρκτοφύλαξ — εἱρκτοφύλαξ, ο (Α) δεσμοφύλακας … Dictionary of Greek
εἱρκτοφύλακα — εἱρκτοφύλαξ gaoler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτοφύλακας — εἱρκτοφύλαξ gaoler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτοφύλακες — εἱρκτοφύλαξ gaoler masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτοφύλακι — εἱρκτοφύλαξ gaoler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρκτοφύλακος — εἱρκτοφύλαξ gaoler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek